ἄξυρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄξυρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄξυρος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἄξουρος Εὔβ. (’Οξύλιθ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακεδ. Τριφυλ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἄξυρος=ἀμβλύς. Πβ. Ἡσύχ. «ἀξυρές•ἄξυρον . . .»

Σημασιολογία

Ἀξύριστος ἔνθ’ ἀν. : Αἴνιγμ. Νύχτα πάει ὁ δύστυχος, | ἄξουρος καὶ νηστικὸς κι ἀψαλιδοκούρευος, | ἀπ᾿ τὴ γλῶσσα μ᾿ ἄδραξε, εἰς τὸν τοῖχο βάρεσα, | ψιλὴ φωνίτσα ἔβγαλα, ὅσο κιˬ ἂν ἐδυνάστηκα (ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ κώδων) Λακεδ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ Ἄξουρος καὶ ὡς παρων. Τριφυλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀξυράφιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/