ἄξυστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄξυστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄξυστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἄξ’στους Μακεδ. ἄξυγος Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἄξ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄτσουε Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄξυστος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ξυσθεὶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Τὸ μολύβι μου εἶναι ἄξυστο σύνηθ. Τὸ κοντύ’ εἶνι ἄξ’γου Αἰτωλ. Ἄξυγον ἔν' τὸ ζύμωτρον Τραπ. 2) Ὁ μὴ τριφθείς, ὁ μὴ ἀποτριβεὶς Χίος: Ἔχω ἄξυστο τὸ τυρὶ τῶν μακαρονιῶν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/