ἀοικώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀοικώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀοικώνω Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄοικος.

Σημασιολογία

Ἐρημώνω Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) : ᾎσμ. Ἄλλους ἐντῶκα ᾿ς σὸ σπαθίν, ἄλλους χτυπῶ ᾽ς σὴν κάμαν κιˬ ὁ μαῦρο μ’ ὁ ιλκλερον τσαλαπατεῖ καὶ πάει, ἐχάλασα κιˬ ἀοίκωσα κ᾿ ἐρήμωσα κ᾿ ἐξῆβα Κερασ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/