βαρυαναστενάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυαναστενάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρυαναστενάζω Καππ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. ἀναστενάζω.

Σημασιολογία

Ἀναστενάζω βαρέως, ἔνθ’ ἀν.: Τί βαρυαναστενάζεις καὶ χαλᾷς τὴ gαρδιά σου; Μάν || ᾌσμ. Ἀκούει τὸ μνῆμα καὶ βογγάει καὶ βαρυαναστενάζει Μάν. Τσ’ ἔχεις τσ᾿ ἔχεις, ὦ ξένο μου, καὶ τί βαρυαναστενάζεις; Καππ. Συνών. βαρεˬαναστενάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/