βαρυβογγῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυβογγῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρυβογγῶ ΓΣουρῆ Ρωμ. ἀρίθμ. 308-(Βύρων 2, 62).

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. βογγῶ.

Σημασιολογία

Στενάζω βαρέως: ᾌσμ. Τί ἔχεις μνῆμα καὶ βογγᾷς καὶ βαρςαναστενάζεις;... -᾿Εγὼ καὶ ἄν βαρυβογγῶ κιˬ ἄν βαρεˬαναστενάζω, ἤθελα νά 'μουν σπίτι μου, νά ’μουν καὶ ’ς τὴν αὐλή μου (μοιρολ.) Βύρων ἔνθ᾽ ἀν. –Ποίημ. «Διατί, μεγάλε Οὐρανέ, βαρυβογγᾷς καὶ βρέμεις;» ΓΣουρῆς ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/