βαρυγγώμησι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυγγώμησι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαρυγγώμησι ἡ, Πελοπν. (Λακῶν. Μάν.) κ.ἀ. –ΙΠολέμ. Σπασμέν. μάρμαρ. 62 βαρυγώμησι Μῆλ. Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βαρυγγωμῶ.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ ἔχῃ τις κατά τινος συνήθως ἀποθανόντος ἀφορμὰς δυσαρεσκειῶν, παράπονα ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Παιδί μου, ἂν τὴ μητέρα σου πάψῃς νὰ τὴ θυμᾶσαι μὲ δίχως βαρυγγώμησι, συχωρεμένη νά ᾽σαι ΙΠολέμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βαρυγγώμι, βαρυγγώμιˬα, βαρυγγώμισμα, βαρυκάρδισι 2, βαρυκάρδισμα. 2) Δυσφορία, λύπη Νάξ.: Εἶχεν ἡ καρδιˬά τση μεγάλη βαρυγώμησι σὰν νὰ τσῆ μέλλουντανε τίοτις κακὸ (ἐκ παραδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA