ἀόμματος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀόμματος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀόμματος ἐπίθ. ἀνόμματος Πόντ. (Κερασ. Σούρμ. Τραπ.) ἀόμματος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) ἀόμ-ματος Χίος (Πυργ.) ἀόμματους Σάμ. ἀόμματε Τσακων.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀόμματος. Τὸ ἀνόμματος καὶ ἀρχ.
Σημασιολογία
Τυφλὸς ἔνθ’ ἀν. : ᾿Ελεήστε με τὸν ἀόμματο ! ( ἱκεσία τυφλοῦ ἐπαίτου) σύνηθ. Εἶναι ἀνόμματος καί ψαλαφᾷ ἐλεημοσύνν (ψαλαφᾷ₌ζητεῖ) Τραπ. Συνών. ἄματος, στραβός, τυφλός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA