βαρυγγώμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυγγώμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαρυγγώμι τό, Ἀθῆν. βαρυγώμι ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. ᾽Επετ. Πανεπ. 7 (1910/11)69 βαρ'γώμ’ ᾽Ηπ. βαρ’gώμ’ Στερελλ. (Ἀράχ.) βαρ'γώμιˬο ᾿Ιόνιοι Νῆσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βαρυγγωμῶ. 'Ιδ. ΓΧατζιδ. ἔνθ’ ἀν.

Σημασιολογία

Βαρυγγώμησι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ βαρυγγώμιˬα τ᾿ φάγαν τὴ ζουή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/