ἀόρατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀόρατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀόρατος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀόρατε Τσακων. ἀοράτ’ ὁ, Πελοπν. (Μάν.) ἀόρατο τό, Αἴγιν. οὐράτ’ Σκόπ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀόρατος.

Σημασιολογία

Α) ’Επιθετικ. 1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναται νὰ ἴδῃ τις, ὁ μὴ ὁρώμενος λόγ. σύνηθ. καὶ Τσακων. : Ἀόρατος δύναμις λόγ. σύνηθ. Ξαφνικὰ ἀκούει μιˬὰ φωνὴ βαθε͜ιὰ καὶ φωνάζει σὰν νὰ ἐρχότανε ἀπὸ βάθη ἀόρατα ΔΒουτυρ. Μέσ᾿ ’ς τοὺς ἀνθρωποφάγ. 83. Ὁ Θεὸς ἔι ἀόρατε Τσακων. 2) Ἄφαντος Τσακων. : Ὁ βάννε ἐνάε ἀόρατε (τὸ ἀρνὶ ἔγινεν ἄφαντο). 3) Λίαν ὑψηλός, δυσθεώρητος Ζάκ. Τσακων.: Ἔγκι τὸ τζυπαρίσσι ἔι ἀόρατε (αὐτὸ τὸ κυπαρίσσι εἶναι πολὺ ὑψηλὸν) Τσακων. ΙΙ Φρ. ’Σ τὰ σαράντ’ ἀόρατα ! (πρὸς ἔκφρασιν δυσθεωρήτου ὕψους) Ζάκ. Συνών θεόρατος. Β) Οὐσ. 1) Ὁ Θεὸς Πελοπν. (Μάν.): Τοῦ μίλησε ὁ ἀοράτ’. 2) Τὸ ἀπρόοπτον, ἀπροσδόκητον κακὸν Αἴγιν. Σκόπ.: Τό ’παθα ἀποὺ οὐράτ’ Σκόπ. || Φρ. Μπά, ποῦ νὰ σοῦ ’ρθῃ τ’ ἀόρατο! (ἀρὰ) Αἴγιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀξαφνιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/