γουλὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουλὶ τό, (Ι) Κάλυμν. Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Δίλ. Μισθ. Σινασσ. Φερτ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Λευκ. Νίσυρ. Παρ. (Λεῦκ.) Πάτμ. Ρόδ. Σύμ. Χίος - Ἑλλην. Γεωργ. 6, 585 γούλι Ἐρεικ. γ᾽λὶ Λέσβ. βουλ-λὶν Κύπρ. βουλ-λὶ Κύπρ. (Λεμεσ.) βουλὶ Ρόδ. gουλὶ Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ. Φερτ.) Λυκαον. (Σίλ) γού᾽ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σάμ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γούλα (Ι), διὰ τὸ ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 394.

Σημασιολογία

1) Ὁ στόμαχος καὶ ἡ κοιλία Κρήτ.: Παροιμ. Σὰ dὸ θέλει τὸ γουλί μου, | πῶς θὰ κάμω γιˬὰ ψυχή μου; (ἐπὶ τῶν ὑπὸ τῶν παθῶν ἀγομένων). Συνών. γούλα (Ι) 4. 2) Αἱ ἀμυγδαλαῖ τοῦ λαιμοῦ Κεφαλλ.: Φούσκωσε τὸ γουλί μου ᾽ς τὸ λαιμό. Ἔχει τὰ γουλιˬά του διαρκῶς. Συνών. γούλα (Ι) 3ε. β) Οἱ βουβῶνες Ζάκ. Κεφαλλ.: Μὲ πονάει τὸ ἀριστερὸ - τὸ δεξιό μου γουλὶ Κεφαλλ. γ) Τὸ ρόπτρον, ἡ γλῶσσα τῆς καμπάνας Πάρ. (Λεῦκ.) 3) Τὸ ἕμεσμα τῶν βρεφῶν Λευκ. 4) Ὁ λαιμός, τὸ στόμιον τοῦ ἀσκοῦ Σάμ. Σὰν ἔλυσι τὸ γού᾽ τοῦ διρματιˬοῦ, ἄκουσι φωνὴ κὶ βγῆκι ἀπ᾽ τοὺ διρμάτ᾽ Συνών. γούλα (Ι) 3ζ. 5) Ἡ ὀπὴ εἰς τὸ κέντρον τοῦ ἄνω λίθου τοῦ μύλου, ἐντὸς τῆς ὁποίας ρίπτεται ὁ πρὸς ἄλεσιν καρπὸς Νίσυρ. Συνών. γούλα (Ι) 3ι. 6) Ὁ ξύλινος σωλῆν, διὰ τοῦ ὁποίου διοχετεύεται ὁ πρὸς ἄλεσιν καρπὸς εἰς τὸ κέντρον τοῦ ἐπάνω λίθου τοῦ ἀνεμομύλου ἢ ὑδρομύλου Πάτμ. Ρόδ. Σύμ. Συνών. γούλα (Ι) 3η. 7) Ἡ κοιλότης, ἐντὸς τῆς ὁποίας εἰσέρχεται ἡ κεφαλὴ τοῦ ὀστοῦ, ἡ κοτύλη Ἐρεικ. Κύπρ. (Λεμεσ.) 8) Ἡ ἐπί τοῦ λίθου τῆς ἄνω καὶ κάτω γωνίας τῆς θύρας κοιλότης, ἐντὸς τῆς ὁποίας στρέφεται ἡ στρόφιγξ τῆς θύρας Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Δίλ. Μισθ. Σινασσ. Φερτ.) Λυκαον. (Σίλ.) Συνών. γούλα (Ι) 5β. 9) Ὁ σφὴν τοῦ μαντάλου τῆς θύρας Καππ. (Ἀραβάν.) 10) Τὸ ἐπικαμπὲς τμῆμα τοῦ ἀρότρου τὸ προσαρμοζόμενον κατὰ τὸ ἕν ἄκρον εἰς τὸν ἱστοβοέα καὶ κατὰ τὸ ἕτερον εἰς τὴν φέρουσαν τὸ ὑνίον βάσιν Μακεδ. (Χαλκιδ) - Ἑλλην. Γεωργ. 6, 585. Συνών. γούλα (Ι) 7. 11) Μεγάλη ἔκτασις γῆς μεταξὺ δύο ὑψωμάτων Κρήτ. Συνών. γούλα (Ι) 10. 12) Δακτύλιος, τὸν ὁποῖον φέρουν αἱ μητέρες, ἵνα αἱ ὑπ᾽ αὐτῶν κατὰ τῶν τέκνων των ἀπευθυνόμεναι ἀραὶ καθίστανται ἀκίνδυνοι Κάλυμν.: Δαχτυλίτζιˬα ποὺ τὰ λέμε γουλιˬὰ χοροῦν τα οἱ μαννάες γιˬὰ νὰ μὴ ψάν-νουν οἱ κατάρες τσ᾽ οἱ βλαστήμιˬες ποὺ λέσι ᾽ς τὰ παιγιˬά τως (χοροῦν = φοροῦν, ψάν-νουν = πιάνουν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/