βαρυγγωμῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυγγωμῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυγγωμῶ, βαρυγνωμῶ 'Ηπ. Κρήτ. Κύθηρ. Σίφν. κ.ἀ. βαρυγνωμάω Πελοπν. (Βούρβουρ.) κ.ἀ. βαρυγωμῶ Κρήτ Κύθν. Μῆλ. Νάξ. Πελοπν. (Μάν.) Χίος κ.ἀ. βαρ’γωμῶ πολλαχ. βαρ’γωμάω πολλαχ. βαρ’γουμῶ Σάμ. βαρ’γουμάου Ἤπ. βαρυgουμάου Εὔβ. (Ὄρ.) βαρυγγωμῶ σύνηθ. βαρυγγωμάω σύνηθ. βαρυγγωμάου Εὔβ. (Κύμ. Ὀξύλιθ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) βαρυγγουμάου Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Ἀράχ. Καλοσκοπ.) κ.ἀ. βαρ’gουμῶ βόρ. ἰδιώμ. βαρ’gουμάου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βαρυγωμίζω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ.) κ.ἀ. βαρ’γωμίζω Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ. βαρ’γουμίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) βαρυγγωμίζω 'Ηπ. Κεφαλλ. κ.ἀ. βαρυˬωμίζω Ἤπ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Μέσ. βαρυγωμε͜ιέμαι Κύθν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρύγνωμος. ᾿Ιδ. ΠΛορεντζ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 163.
Σημασιολογία
1) Εἶμαι βαρύθυμος, ἄχθομαι, δυσανασχετῶ πολλαχ.: Βαρυγγώμησε ποῦ ἔμαθε πῶς εἶναι ἄρρωστος ὁ γιός του. Βαρυγγώμησε ἡ καρδιˬά μου ἀπ’ τὰ πολλὰ βάσανα. Ἄν δὲν ἔρθῃς, θὰ βαρυγγωμήσω. Ἔχει δίκα͜ιο νὰ βαρυγγωμάῃ, τί καλὸ ἔχει ὁ ἄμοιρος! πολλαχ. || ᾎσμ. ᾿Εγὼ θὰ σοῦ δώσω τὸ φιλεῖ νὰ μὴ βαρυγγωμήσῃς, ἀπ᾿ τὸ Θεὸ ’ς τὰ χέριˬα σου νὰ μὴ τὸ μαρτυρήσῃς Πελοπν. (Αἰγιάλ.) || Ποίημ. Θ’ ἀναστενάξ’ ἡ λαγκαδιˬά, θανὰ βογγύξῃ ὁ βράχος, θὰ βαρ’γωμήσουν τὰ στοιχε͜ιὰ οἱ βρύσες θὰ θολώσουν ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 64. 2) Διάκειμαι δυσμενῶς ἢ ὀργίζομαι κατά τινος, εἶμαι δυσηρεστημένος κατά τινος ἕνεκα γενομένου ἀδικήματος ἰδίᾳ κατὰ ἀποθανόντος σύνηθ.: Βαρυγγωμάει τὰ παιδιˬά της ἢ 'ς τὰ παιδιˬά της ἢ μὲ τὰ παιδιˬά της. Βαρυγγωμάει τὸν πατέρα του σύνηθ. || Φρ. Τά ’χουνε βαρ’γωμισμένα (ἔχουν δυσαρεστηθῆ ἀναμεταξύ τους) Κεφαλλ. Καὶ ἐνεργ. βαρ’γωμίζω, κάμνω τινὰ νὰ ἀγανακτῇ Λεξ. Δημητρ. β) Καταρῶμαι Εὔβ. (Κάρυστ.) Μῆλ. Πελοπν. (Τριφυλ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ. Παρνασσ.) Χίος κ.ἀ.: ᾽Εβαρυγγώμησε τοῦ παιδιοῦ της Κάρυστ. Βαρυγγωμάει τὴν τύχη του Τριφυλ. || ᾎσμ. Μιὰ κόρη-ν-ὄμορφη καὶ χαιˬδεμένη, ἀπὸ τὸν κύρι της μισοδιˬωγμένη, κιˬ ἀπὸ τὴ μάννα της βαρυˬωμισμένη Ἤπ. γ) Βλασφημῶ, ὑβρίζω Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. κ.ἀ. δ) Ἐνοχλῶ Πελοπν. 3) Ἀπαυδῶ, ἀποκάμνω Πελοπν. (Αἴγ.): Βαρυγγώμησα ἀπ’ τοὶς πολλὲς δουλειές. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποστένω 4. 4) Χειροτερεύει ἡ κατάστασίς μου, βαίνω ἐπὶ τὰ χείρω, ἐπὶ ἀσθενοῦς Πελοπν. (Μάν.): Βαρυγγωμάει ὁ ἄρρωστος. 5) Αἰσθὰνομαι ἐνόχλησιν ἀπό τινος, βαρύνομαί τινα Σίφν.: Τόνε βαρυγνωμήσανε. Μετοχ βαρ’γωμισμένος. 1) Δύσθυμος, σκυθρωπὸς Λευκ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Στέκει ὁ γαμπρὸς περίλυπος κ’ ἡ νύφη πικραμμένη κ᾿ οἱ συμπεθέροι τοῦ γαμπροῦ ὅλοι βαρ’γωμισμένοι. 2) Θηλ., ἔγκυος Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ.) κ.ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαρένω Γ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA