γουλὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουλὶ τό, (ΙΙ) γουλὶν Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Χίος (Πισπιλ.) γουλὶ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γουὶ Πελοπν. (Ξεχώρ. Τσέρ.) γουλ-λὶ Δονοῦσ. γ᾽λὶ Θάσ. (Θεολόγ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Καλαμ. Στέρν.) Ἴμβρ. Μ. Ἀσία (Κυδων.) Λέσβ. Λευκ. Σάμ. Σαμοθρ. Σκῦρ. ᾽ουλὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) gουλὶ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) βουλὶ Κῶς βουλ-λὶ Σύμ. βουλ-λdὶ Ρόδ. (Ἀρχάγγελ.) μουλὶ Κῶς μουλὶν Κῶς ἀγ᾽λὶ Θρᾴκ. Σάμ. (Μαυραντζ. κ.ἀ.) γούλι Καστ. Στερελλ. (Θῆβ.) - Λεξ. Πόππλετ. ἀγούλι Καστ. γουλὸ Λευκ. οὐγλὶ Σάμ. (Μαυραντζ. κ.ἀ.) Πληθ. γουλία Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πόντ. (Ἴμερ. Ἰνέπ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) μουλ-λία Κῶς ἀγούλιˬα Καστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. γουλίν = τὸ ἀποφλοιωμένον στέλεχος τοῦ βλαστοῦ τῆς κράμβης, ὡς ὑποκορ. τοῦ γούλα (ΙΙ) Βλ. Πρόδρομ. 2G, 42 (ἔκδ. Hesseling - Pernot, σ. 43) «οὐ θέλουν εἰς τὸ σπίτιν μου λινάριν καὶ βαμβάκιν || φρύγιον κράμβην καὶ γουλὶν καὶ ἀπὸ τὸ κουνουπίδιν» καὶ αὐτόθ., σ. 42 στ. 42 «τρυγοκράμβιν ἐκ τὸ γουλὶν καὶ ἀπὸ τὸ τρυγοκράμβιν». Ὁμοίως καὶ εἰς Σταφίδ. Ἰατροσοφ. 191 (ἔκδ. É. Legrand, εἰς BVG 2, σ. 7), «ἄς τρώγῃς νῆστις τὸ γουλὶν τῆς κράμβης». Ὁ τύπ. μουλὶ ἀπὸ τὸ βουλὶ καὶ τοῦτο ἀπὸ τὸ γουλί, δι᾽ ἐναλλαγην τῶν συμφώνων.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Τὸ ἀποφλοιωμένον στέλεχος τοῦ βλαστοῦ τῆς κράμβης ἢ ὁ βλαστὸς ἢ ἡ γογγυλώδης ρίζα διαφόρων χόρτων σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Χαλδ.): Δός μου λίγο γουλὶ ἀπὸ τὸ κουνουπίδι πολλαχ. Τὰ λάχανα ἤτανε ὅλο γουλία Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Γλυτσὺ μ - bού ᾽ναι ν - dὸ μουλὶ ν - dῆς ἀνgινάρας Κῶς. Πᾶμε νὰ κόψωμε γ - κουφωτοὺς νὰ φᾶμε ν - dὰ μουλ-λία τως (κουφωτοὺς = ἄγριες ἀγκινάρες) αὐτόθ. Καὶ τὰ φυλλα τοῦ μαρουλιˬοῦ καὶ τὸ βουλὶ ν - dου εἶναι καλὰ αὐτόθ. Μαζέψαμε πικραδέρικα ὅλο γ᾽λιˬὰ (πικραδέρικα = πικροράδικα) Σκῦρ. Τὸ ᾽ουλὶ εἶναι τοῦ σταφυλίνιgα τὸ πωρίχι (σταφυλίνιgας = τὸ φυτὸν σταφυλῖνος ἢ δαῦκος, πωρίχι = βλαστὸς) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ γουλὶ τσῆ φυλλάδας (= κράμβης) Α. Κρήτ. Τὸ γουλὶν τοῦ λαχανίου Πόντ. (Οἰν.) Ἀγαπᾷ πολλὰ τὰ γουλία αὐτόθ. || Φρ. Τὸ μαχαίρι ἐμπῆκε μέσα γουλὶ (τὸ μαχαίρι εἰσῆλθεν ἄνευ ἀντιστάσεως) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || Παροιμ. Φρ.: Τοῦ ᾽φάνη τὸ γουλὶ μυˬαλὸ καὶ τὸ ζουμί του μέλι (ἐπὶ τοῦ ἐκλαμβάνοντος τἀ ἀσήμαντα φαγητὰ ὡς σπουδαῖα ἕνεκα τῆς πείνης του) Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. Ἦταν λίγου τοὺ γ᾽λί, τό ᾽φαγι τσ᾽ ἡ γάδαρους (ἐπὶ ἐπεκτάσεως ζημίας ἢ ἐλαττώματος) Λέσβ. Συνών. παροιμ. Ἤτανε στραβὸ τ᾽ ἀμπέλι, τό ᾽φαγε κι ὁ γάιδαρος. Συνών. γούλα (ΙΙ) 1, λαχανογούλι, κοτσάνι, πωρίχι. β) Ὁ ποδίσκος τῆς σταφυλῆς Θρᾴκ. (Καλαμ. Στέρν.) Σῦρ. γ) Ὁ μίσχος τῶν φύλλων τῶν φυτῶν Α. Κρήτ. Σῦρ. 2) Διάφορα εἴδη κράμβης (Brassica) τῆς οἰκογ. τῶν Σταυρανθῶν (Gruciferae), ὡς: α) Κράμβη ἡ ράπυς (Brassica rapa) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἦλ. Λάστ. Μεσσην.) - Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Βυζ. Συνών γογγύλι, φραγκολάχανο, β) Κράμβη τὸ νάπυ (Brassica napus) Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 550, γ) Βουνιὰς ἡ εὐζωμοειδὴς (Bunias erucago) Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 139, 245 Δ. Δημάδ., Ζιζάν. Θεσσ. ἀγρ., 14 Θρ. Ζουμπουλ., Πρακτ. γεωργ. 1, 136, Π. Γενναδ., ἔνθ᾽ ἀν., 205. Συνών. ἀγριοβλαστάρι 2, ἀσπρογούλι, βρούβα 1α. δ) Κράμβη ἡ λαχανώδης, ἡ γογγυλοκράμβη (Brassica oleracea caulorapa ἢ gogyloides) Θρᾴκ. (Αἶν.) - Λεξ. Αἰν., ε) Εἶδος ραφανίδος (Gladiolus) Πελοπν. (Τρίπ.) 3) Τὸ φυτὸν Γλαδίολος ὁ ἀρουραῖος (Gladiolus segetum) τῆς οἰκογ. τῶν Ἰριδιδῶν (Iridaceae), τὸ ξιφίον τοῦ Θεοφρ. (Ἱστορ. φυτ. 6, 8,1), κυρίως γνωστὸν ὑπὸ τὸ ὄνομα γουλιˬὰ τοῦ ἀγριοκοκκόρου Ἰθάκ. Κεφαλλ. Χελδρ. - Μηλιάρ., Δημ. ὀνόμ φυτ., 89. Συνών. βλ. εἰς λ. γλαδίολος. 4) Τὸ φυτὸν ᾽Ονόπορδον τὸ ἰλλυρικὸν (Onopordum illyricum) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Σάμ. (Μαυραντζ. κ.ἀ.) Συνών. γαιˬδουράγκαθο, γομαράγκαθο. 5) Ἡ ἐδώδιμος πόα Νωτόβασις ἡ συριακὴ (Notobasis syriaca) τῆς οίκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Θρᾴκ. 6) Τὸ φυτὸν Τεῦτλον τὸ σαρκόρριζον (Beta rapa ἢ rapacea) τῆς οἰκογ. τῶν Χηνοποδιιδῶν (Chenopodiaceae) Λεξ. Πόππλετ. Συνών. γούλα (ΙΙ) 3β. 7) Εἶδος χόρτου ἔχοντος ρίζας γογγυλώδεις, ἀφθόνους καὶ γλυκείας Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) 8) Τὰ ἐξωτερικὰ πράσινα φύλλα τοῦ λαχάνου Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Οίν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) 9) Τὸ ἐδώδιμον μέρος τοῦ ἀμυγδάλου, καρύου ἢ διαφόρων ὀσπρίων μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ λοβοῦ, τὸ ἀποφλοιούμενον μέρος Εὔβ. (Κουρ.): Φέρτε τὰ κουκκιˬὰ - τὰ φασόλιˬα νὰ ντὰ κάμωμε γουλιˬά. Συνών. γούλα (ΙΙ) 6. 20) Ἡ σκελὶς τοῦ σκόρδου καὶ τῶν διαφόρων ἐσπεριδοειδῶν Στερελλ. (Θῆβ.) κ.ἀ. Συνών. γουλιˬὰ (ΙΙ) 4. 11) Μεγάλος ἐρέβινθος Λευκ. 12) Εἶδος φαγητοῦ τὸ ὁποῖον συνίσταται ἐκ λαχάνων βρασθέντων καὶ ἀρτυσθέντων δι᾽ ἐλαίου Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) Β) Μεταφ. 1) Ἡ ἀπεψιλωμένη καὶ λεία ἐπιφάνεια πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Τὸ βουνὸ εἶναι γουλὶ (τὸ βουνὸ εἶναι κεκαλυμμένον ὑπὸ χιόνων) Προπ. (Κύζ.) Οῦ οὐρανὸς ἀπόψι εἶναι ἀγ᾽λὶ (ἀνέφελος) Σάμ. Ἐδιˬάηκι g᾽ ἐκουρεύτηκε g᾽ ἤπιˬασεν ὁ κουρέας κ᾽ ἤκαμέ dο ᾽ουὶ τὸ καημένο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὲ κόρεψε σύρρ᾽ζα τσαὶ τὲν ἕκάμε γ᾽λὶ (τὸν ἐκούρεψε σύρριζα καὶ τὸν ἔκαμε γουλὶ) Σκῦρ. Πο͜ιὸς σὶ κούριψι τσὶ σ᾽ ἔκανι γ᾽λί; Μ. Ἀσία (Κυδων.) Τὸ τσεφάλι του ντίπου γουλὶ εἶναι (= εἶναι τελείως φαλακρὸς) Εὔβ. (Κουρ.) Αὐτὸς εἶναι σὰ γ᾽λὶ (= εἶναι φαλακρὸς) Θάσ. (Θεολόγ.) Ἔμεινε γουλὶ καὶ κουτσοδόντα (ἔμεινε φαλακρὴ καὶ νωδὴ) Κεφαλλ. Γού᾽ ξουρίζ᾽dαι σαφὶ γουλιὰ (ὅλοι ξυρίζονται ἐντελῶς) Προπ. (Ἀρτάκ.) Ξουρίστηκις κ᾽ ἔγινις ἀγ᾽λὶ Σάμ. Θὰ κουρευτῇ γουλὶ Πελοπν. (Τσέρ.) || Φρ. Εἶναι γουλὶ (= εἶναι φαλακρὸς) πολλαχ. Εἶναι γουλὶ γλειμμένο (= εἶναι οἰκονομικῶς ἐξηντλημένος) Πόντ. (Ἰνέπ.) Σάρουσα κὶ τὰ ᾽καμα οὕλα οὐγλιˬὰ (τὰ ἐκαθάρισα πολὺ καλὰ) Σαμ. (Μαυραντζ.) Συνών. φρ. Τά ᾽καμα γυˬαλί. 2) Γῆ παχεῖα καὶ λεία τὴν ἐπιφάνειαν ἕνεκα τῆς ὑπαρχούσης ἰλύος ἐκ προσχώσεως ποταμοῦ Πελοπν. (Ἦλ. Μεσσην.) 3) Ἄνθρωπος παχύσαρκος Πελοπν. Συνών. βόλος Β1. 4) Ὁ μηρὸς Πόντ. (Ἀμισ Οίν. Τραπ. Χαλδ.): Τὰ γουλία μου πονοῦνε Οἰν. 5) Τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς πτέρνης τοῦ ποδὸς Ἐρεικ. Κεφαλλ. (λειξούρ): Φρ. Εἶναι τὰ γουλιˬά του ὄξου (= εἶναι πτωχὸς) Λειξούρ. 6) Μικρὸς λίθος, συνήθως λεῖος, ποτάμιος ἢ θαλάσσιος Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ζάκ. Ἤπ. (Δρόβιαν. Λάκκα Σούλ. Πάργ.) Θρᾴκ. (Πλαγιάρ.) Καστ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Αὐχιόν. Καρουσ. Κασσιόπ. Λευκίμμ. Περουλ. Ραχτ. Σιναρᾶδ.) Κεφαλλ. (Λειξούρ. Φραγκᾶτ. Χαβδᾶτ.) Λευκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Ἦλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀντίκυρ. Μεσολόγγ.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3, σ. 344, 345 Χ. Κορύλλ., Χωρογραφ. Ἑλλάδ, σ. 4 Κ. Στασινοπ., Κρασί, σ. 218. – Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 444 Δημητρ.: Μ᾽ ἕνα γουλὶ τοῦ ᾽βγαλε τὸ μάτι Λευκίμμ. Δὲν πατήθηκε καλὰ τὸ γουλὶ καὶ χάλασε ὁ δρόμος αὐτόθ. Μοῦ ᾽ρριξε ἕνα γουλὶ καὶ μοῦ ᾽σπασε τὴν ξέστα Ἀργυρᾶδ. Σπάζω - κάνω γουλὶ (= θραύω λίθους διὰ τὴν ἐπίστρωσιν τῶν ὁδῶν) αὐτόθ. Ἡ τσάπα μου ἐχτύπησε σὲ γουλί, καθὼς ἔσκαβα Κεφαλλ. Μάζωξε γ᾽λιˬὰ ἀπὸ τὴν ἀκροποταμιὰ Λευκ. Ραπάνιˬα σὰ γ᾽λιˬὰ (ἐνν. σκληρὰ) αὐτόθ. Ἔστειλε τὸ καΐκι νὰ τοῦ φέρῃ γουλὶ Κέρκ. Πᾶρε ἕνα γουλὶ νὰ τρίψουμε ἁλάτι Μεσολόγγ. Ἡ θάλασσα ᾽δῶ εἶν᾽ οὕλη μὲ χοdρὰ γουλιὰ Πάργ. Μὴ dὸ ματαφέρῃς τὸ μιτσὸ παιδί σου ᾽ς τὴν ἀφοδιˬά μου, τὶ μοῦ σκορπίζει τὸ γουλὶ (μιτσὸ = μικρό, ἀφοδιὰ = αὐλή, τὶ = διότι) Ὀθων. || ᾎσμ. Ἔχουν γουλιˬὰ ᾽ς τὸν κόρφο τους, χαλίκιˬα ᾽ς τὴν ποδιˬά τους Ἤπ. || Ποίημ. Μὲ τὸ σφυρὶ ἕνα γουλὶ τὸ σπά᾽ σὲ δυˬὸ κομμάτια καὶ τὸ σταφνίζει ᾽ς τὸ καυκὶ (σταφνίζει = τοποθετεῖ μετὰ προσοχῆς, καυκὶ = τὸ κέντρον τῆς σφενδόνης, ἔνθα τίθεται ὁ λίθος) Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. κόβολο, λαλούδα, χαλίκι. 7) Ἡ ἀκόνη Κεφαλλ. 8) Σωρὸς μικρῶν λίθων Παξ.: Θὰ dὸ βγάλω αὐτὸ τὸ γουλὶ ᾽πὸ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴ σκάλα. 9) Μικρὸν τεμάχιον τυροῦ Κρήτ.: ᾎσμ. Πᾶρε, καdῆ ἐφέdη μου, κιˬ ἕνα γουλὶ τυράκι, κάνει καλὸ ᾽ς τὴν ὄρεξη νὰ τρὼς μὲ τὸ ψωμάκι 10) Ἡ ράξ τοῦ μαστοῦ Θρᾴκ. (Πλαγιάρ.) 11) Τὸ κέντρον τῆς καρδίας Κεφαλλ.: Τρέμει τὸ γουλὶ τῆς καρδίας μου (= εἶμαι περίφοβος). Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουλὶ καὶ ὡς τοπων. Εὔβ. Παξ. Πελοπν (Μεγαλόπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/