βαρύγλωσσος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρύγλωσσος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρύγλωσσος ἐπίθ. Κέρκ Κωνπλ. Πόντ. (Οἰν.) –Λεξ. Μπριγκ. βαρόγλωσσος Ἰων. (Σόκ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. βαρύγλωσσος.
Σημασιολογία
1) Βραδύγλωσσος Ἰων. (Σόκ.) Κωνπλ. Πόντ. (Οἰν.) –Λεξ. Μπριγκ. 2) Ὁ βαρυνόμενος νὰ ὁμιλήσῃ Πόντ. (Οἰν.) 3) Ὁ βραδύνων νὰ ὁμιλήσῃ, ἐπὶ παιδίου Κέρκ.: Παιδὶ βαρύγλωσσο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA