βαρύγνωμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρύγνωμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρύγνωμος ἐπίθ. Ἱθάκ. Κέρκ. κ.ἀ. –ΓΣτρατήγ. Ἡρῷα 14 καὶ 61 βαρύγνουμους Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. βαρόγνουμους Μακεδ. (Βλάστ.) βαρύγνωμο τό, Κεφαλλ. κ.ἀ. –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 109.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. γνώμη.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐμμένων πεισμόνως εἰς τὴν γνώμην του, ἰσχυρογνώμων Κέρκ. Μακεδ. (Βλάστ.) Συνών. ἀντούβιˬανος 1, αὐτοκέφαλος 2, βαρυκέφαλος Β 2, γινατιˬάρις, πεισματάρις. 2) Ὁ μὴ ἐννοῶν ταχέως ἢ εὐκόλως, δύσνους Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Βλάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Τοὺ πιδὶ εἶνι βαρύγνουμου κὶ δὲν τὰ παίρ’ τὰ γράμματα Αἰτωλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαρυκέφαλος Β 1. 3) Μελαγχολικὸς Ἰθάκ. Λέσβ κ.ἀ. –ΓΣτρατήγ. ἔνθ’ ἀν.: Οἱ δυστυχίες καὶ τὰ βάσανα τὸν ἐκάμανε βαρύγνωμο Ἰθάκ. Στεναγμὸς βαρύγνωμος ΓΣτρατήγ. 14. Ψυχὴ βαρύγνωμη αὐτόθ. 61. 4) Οὐδ οὐσ., παράπονον Κεφαλλ. –ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Τό ’χω βαρύγνωμο (ἔχω παράπονα, εἶμαι δυσηρεστημένος) Κεφαλλ. || Ποίημ. Ὄχι, πατέρα, πίστεψε, δὲ μὄφυγ’ ἕνας λόγος ποῦ νὰ ’τανε βαρύγνωμο γιˬὰ τὴ σκληρή μου μοῖρα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA