γουλιˬὰ (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλιˬὰ (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουλιˬὰ ἡ (ΙΙ) γουλέα Μέγαρ. γουλιˬὰ Πελοπν. (Ἄργ. Δημητσ.) - Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 94 γ᾽λιˬὰ Σκῦρ. ἀγ᾽λιˬὰ Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἄκρ κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) ΙΙληθ. γουλέες Μέγαρ. γουλὲς Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουλὶ (ΙΙ).
Σημασιολογία
1) Εἶδος κράμβης (Brassica) τῆς οἰκογ. τῶν Σταυρανθῶν (Cruciferae) Πελοπν. (Ἄργ.) 2) Τὸ φυτὸν Ὑάκινθος ὁ ἀνατολικὸς (Hyacinthus orientalis) τῆς οἰκογ. τῶν Λειριειδὥν (Liliaceae) Χελδρ. - Μηλιαρ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ζουμπούλι. 3) Τὰ μικρὰ κρόμμυα τὰ κατάλληλα πρὸς φύτευσιν Σκῦρ. Συνών. κοκκάρι. 4) Ἡ σκελὶς τοῦ σκόρδου καὶ τῶν διαφόρων ἑσπεριδοειδῶν Εὔβ. (Ἄκρ κ.ἀ.): Μιˬὰ ἀγ᾽λιˬά σκόρδου Ἄκρ. Συνών. ἀγλῖθα 1, γουλὶ (ΙΙ) Α9, σκελίδα, σπυρίδα. 5) Τὸ ἐδώδιμον μέρος τοῦ ἀμυγδάλου, καρύου ἢ διαφόρων ὀσπρίων ἢ πυρηνοκάρπων μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ λοβοῦ, τὸ ἀποφλοιωμένον Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἄκρ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Δημητσ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Ἀράχ.): Τὸ άμύγδαλου ἔχει μιˬὰ γ᾽λιˬὰ ἢ δυˬὸ γ᾽λιˬὲς Σκῦρ. Βγάζω ἁγ᾽λιˬὲς γιˬὰ νὰ κάμω σουτζούκιˬα Αἰδηψ. Πήγαινε ν᾽ ἀγοράσῃς δυˬὸ δεκάρες γουλὲς Μέγαρ. Τοῦ ᾽δουσι νιˬὰ ἀγ᾽λιˬὰ μύγδαλου - καρύδ᾽ Ἄκρ. || Φρ. Τοὺν ἕκαμι ἀγ᾽λιˬὰ καθαρισμέ᾽ (= τοῦ ἔφαγε τὰ χρήματα) Ἀράχ. Συνών. φρ. Τὸν ἔγδαρε, τὸν μάδησε, τὸν ξεπουπούλιˬασε. || Αἴνιγμ. Ἀπὸ ὄξω ᾽ναι σπανὸ | κιˬ ἀπομέσα μαλλιˬαρὸ κι ἀπομέσα ᾽ς τὰ μαλλιὰ | ἔχει μιˬὰ καλὴ γουλιˬὰ (τὸ κάστανον) Δημητσ. Συνών. γουλὶ (ΙΙ) Α8. β) Μεταφ., πᾶν πρᾶγμα τελείως καθαρισμένον, λεῖον Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.): Τοὺ gούριψι μὶ τὴν ψιλὴ μηχανὴ κὶ τοῦ ᾽καμι τοὺ κιφά᾽ άγ᾽λιˬὰ Ἄκρ. γ) Τὸ κατὰ τὴν στέψιν ὑπὸ τοῦ ἱερέως προσφερόμενον εἰς τοὺς νεονύμφους, τὸν παράνυμφον καὶ τοὺς συγγενεῖς τεμάχιον ἀποφλοιωμένου ἀμυγδάλου ἐντὸς μέλιτος Μέγαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA