βαρυδουλεμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυδουλεμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρυδουλεμένος ἐπίθ. Ἀθῆν. Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μαζαίικ. Τρίκκ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρύ- καὶ τοῦ δουλεμένος μετοχ. τοῦ ρ. δουλεύω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐργασθεὶς πολὺ κατὰ τὴν νεότητά του Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μαζαίικ. Τρίκκ. κ.ἀ.) Πβ. βαρύδουλος. 2) Ὁ ἔχων λεπτὴν καὶ ἐπιμελημένην ἐργασίαν Ἀθῆν.: Ἔπιπλα βαρυδουλεμένα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/