ἀπαβγατίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαβγατίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαβγατίζω ἀμάρτ. ἀπαβγατίζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀβγατίζω.
Σημασιολογία
Ἀπαβγατένω, ὃ ἰδ. : Τ᾽ ἀπαβγάτ’σα κι᾽ γί’καν χίλιˬις δραχμὲς τὰ λιφτά. Εἶνι κουντὸ τ᾿ ἀλέτρ’, ἀπαβγάτ’σι του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA