ἀπαγάληˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαγάληˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπαγάληˬα ἐπίρρ. Ἄνδρ. ᾿΄Ηπ. (Χουλιαρ.) Θράκ. Σκόπ. Στερελλ. (Ἄμφ. Εὐρυταν. Μεσολόγγ.) Χίος (Χαλκ. κ. ἀ.)-Λεξ. Μ.Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀπογάληˬα Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Μελέν.) -Λεξ. Κομ Λάουνδ. Μπριγκ. ἀπουγάλῃˬα ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ.) Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Μακεδ. (Νάουσ.) ἀπογάλη Ἤπ. (Τσαμαντ.) ’παγάληˬα Εὔβ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ κ. ἀ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. Μακεδ. (Βελβ. ᾿Ανασελ. κ. ἀ.) ᾿πουγάληˬα ᾿΄Ηπ. (Χουλιαρ.) Μακεδ. (Σέρρ. κ. ἀ.) ’πεγάληˬα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ἀγάληˬα.
Σημασιολογία
Βραδέως, ἡσύχως, ἠρέμα, ἐπαναλαμβανόμενον ἐνίοτε δὶς πρὸς ἐπίτασιν τῆς σημασίας ἔνθ’ ἀν. : ᾿Απαγάληˬα νὰ μὴν πέσῃς Χίος Τραύα το ἀπαγάληˬα Ἄνδρ. ᾿Απαγάληˬα γάληˬα τρῖβε αὐτόθ. 'Πουγάληˬα ᾽πουγάληˬα πῆγι νὰ διˬῆ τί τρέ’ Μακεδ. ᾿Απουγάληˬα νά ᾿ρθ᾿ς Ζαγόρ. ’Παγάληˬα, γιˬέ μ' Καλαμπάκ. || Παροιμ. ’Πουγάληˬα ’πουγάληˬα γένιτι ἡ ἀγουρίδα μέλι (πᾶν ἔργον ἀπαιτεῖ χρόνον ἵνα συντελεσθῇ. Συνών. παροιμ. ἀγάληˬα ἀγάληˬα γίνεται ἡ ἀγουρίδα μέλι) Σέρρ. Συνών. ἀγάληˬα 1, ἀγαληˬούτσικα, ἀνάπαλα 1, ἀνέσιˬα 1β, ἀπαγαληˬούτσικα, ἁπαλὰ 1, σιγά, σιγανά. Πβ. ἀλαφρὰ 2, ἀνάλαφρα 1, ἀναχλά 1, γλυκά, μαλακά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA