βαρυζυγιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυζυγιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυζυγιˬάζω Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ. κ.ἀ.) βαρεˬοζυγιˬάζω Πελοπν. (Μάν.) βαρεˬοζυάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βαροζ-ζυάζ-ζω Σύμ. βαροτζυάτζω Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. ζυγιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ζυγίζω τι βαρύτερον τοῦ πραγματικοῦ πρὸς ὠφέλειαν τοῦ ᾶγοραστοῦ, ζυγίζω δικαίως Πελοπν. (Μάν.) Σύμ. κ.ἀ. 2) Ζυγίζω τι κατὰ τρόπον, ὥστε νὰ φανῇ τοῦτο βαρύτερον ἀπ’ ὅ,τι πραγματικῶς εἶναι, ζυγίζω ἀδίκως ἐπὶ βλάβῃ τοῦ ᾶγοραστοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ. κ.ἀ.): ᾎσμ. Κεφάλι μ’, τί κακό ’καμες ποῦ σὲ τσιμποῦν τὰ ὄρνεˬα; νὰ μὴν ἐβαρυζύγιˬασες, νὰ μὴν ἀκριβοπούλεις; Πελοπν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA