ἀπαγαληˬῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαγαληˬῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαγαληˬῶ ἀμάρτ. ἀπογαληˬῶ Ἤπ. ᾿πουγαληˬῶ Μακεδ. (Καστορ.) ἀπαγαληˬάζου Μακεδ. (Βέρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπαγάληˬα. Διά τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀγαληˬῶ.

Σημασιολογία

1) Μετριάζομαι, κοπάζω Μακεδ. (Βέρ.): Ἀπαγάληˬασ’ ἡ βρουχή. Συνών. λιγοστεύω. 2) Περιμένω, ἀναμένω Μακεδ. (Καστορ.) : ’Πουγαλεῖτε με, μὴ φιˬεύγετε. Συνών. ἀγαληˬῶ 1. 3) Προσέχω Ἤπ. : Ἀπογαλεῖτε νὰ μὴν πέσετε. Συνών. ἀγαλῃˬῶ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/