ἀπαγγελιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαγγελιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαγγελιˬάζω ἀμάρτ. ἀποgελιˬάζω Νάξ. (’Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀγγελιˬάζω.

Σημασιολογία

Γίνομαι πολὺ ἰσχνός, ἐξασθενῶ πολὺ σωματικῶς :Ἤτονε δὰ κιˬ ἀgελιˬασμένη καὶ μὲ τὸ σεκλέτι τώρᾳ πάλι ἐποgέλιˬασε. Συνών. ἀγγελιˬάζω 2, ἀδυναμιˬάζω, ἀδυναμίζω, ἀδυναμώνω, ἀδυνατεύω, ἀδυνατίζω, ἀπαδυναμίζω, ἀπαδυναμώνω, ἀπαδυνατίζω, παραγγελιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/