γουλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουλιˬάζω (ΙΙΙ) ἐνιαχ. ᾽ουλιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γοῦλος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ιˬάζω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ζῴων, δὲν δύναμαι νὰ μασήσω, διότι κατὰ τὴν μάσησιν ὡρισμένου εἴδους τροφῆς, ἐπικάθηται ἐπὶ τῶν οὔλων ἐπίστρωμα τῆς τροφῆς ταύτης καὶ ἐμποδίζει τὴν περαιτέρω μάσησιν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἅμα dρώῃ τὸ ζωdόβοο ψωμί, ψιλὰ πίτερα πιˬάνουσι μέσ᾽ ᾽ς τὰ ᾽ούλιˬα dου. Ἐούλιˬασε gαὶ δὲ bορεῖ νὰ μασῇ Ἀπύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/