γουλιˬαμᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλιˬαμᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γουλιˬαμᾶς ὁ, Ἤπ. (Κουκούλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουλὶ (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Σωρὸς λίθων. 2) Συνεκδ., μεγάλη ποσότης, πλῆθος: Ἔπλυνα σήμιρα ἕνα γουλιˬαμᾶ σκ᾽τιˬὰ ἀπ᾽ τοὺ πουρνό. Ἔχου ἕνα γουλιˬαμᾶ κιρὸ νὰ σὶ ᾽δῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/