ἀπαγκε͜ιάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαγκε͜ιάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαγκε͜ιάρω Ζάκ. ἀμπακε͜ιάρω Ζάκ. ἀbαgε͜ιάρω. Τῆν. ἀπογκε͜ιάρω Ζάκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπάγκε͜ιος κατὰ τὰ εἰς -άρω ἐκ τῆς ᾿Ιταλ ρήματα.
Σημασιολογία
1) ᾿Αμτβ. προφυλάττομαι ἀπὸ τῆς κακοκαιρίας Ζάκ. Συνών. ἀπαγκε͜ιάζω 2, ἀπανεμίζω. 2)Μετβ. προφυλάττω, ἐξασφαλίζω τι Τῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA