γούλιˬερας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούλιˬερας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γούλιˬερας ὁ, Ἐρεικ. Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Κασσιόπ. Περουλ. Ραχτ.) γούλιˬαρας Χελδρ., 125 ἀγούλιˬαρας Χελδρ., 125 γούλιˬαρος Πελοπν. (Λεχαιν.) γούνερας Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ. Ραχτ.) ἀβγούλιˬερο τό, Πελοπν. (Ἀχαΐα).
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. βούλερις, τὸ ὁπ. βλ. εἰς Δουκ. Οἱ τύπ. τοῦ παρόντος λήμματος ἐκ παραδρομῆς δὲν συμπεριελήφθησαν εἰς τὸ παρετυμολογηθὲν λῆμμα βέλιˬουρας.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν Σόργον τὸ χαλέπιον (Sorgum halepense) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀγρωστιδῶν (Gramineae) τῆς τάξεως τῶν Λεπυρανθῶν (Glumiflorae) ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ ἀγριγιˬοφλέσκουνο κάνει ρίζες σὰ dὸ γούνερα Κέρκ. (Αὐχιόν.) Συνών. βέλιˬουρας, καλαμάγρα 2) Τὸ φυτὸν Ἀνδροπώγων ὁ ἴσχαμος, τῆς οἰκογ. τῶν Ἀγρωστιδῶν (Gramineae) Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ.): Ἐψόφησ᾽ ἀπὸ γούνερα τὸ βόι Αὐχιόν. Συνών. βέλιˬουρας. 3) Εἶδος κύπερης Κέρκ. (Κασσιόπ.) Συνών. καστράβα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA