γούλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γούλισμα τό, (Ι) Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γουλίζω (Ι).
Σημασιολογία
1) Τὸ πρωινὸν φαγητόν. 2) Ἡ ὥρα τοῦ πρωινοῦ φαγητοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA