γούλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γούλισμα τό, (ΙΙ) Ἤπ. (Πάργ.) Ἰθάκ. Πελοπν. (Μονεμβασ.) Στερελλ. (Ἀστακ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γουλίζω (ΙΙ).
Σημασιολογία
Τὰ διαδοχικὰ κτυπὴματα τοῦ ὀκτάποδος ἐπὶ τῶν βράχων διὰ νὰ μαλακώση ἡ σάρξ του ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀφρατεύει τὸ χταπόδι μετὰ τὸ γούλισμα καὶ τότε εἶναι ἕτοιμο γιὰ φαΐ (ἀφρατεύει = γίνεται ἀφρᾶτο, μαλακό). Πελοπν. (Μονεμβασ.) β) Μεταφ., ἰσχυρὰ διαδοχικὰ κτυπήματα, ὡσὰν τὰ καταφερόμενα ἐπὶ τοῦ ὀκτάποδος, διὰ νὰ μαλακώση ἡ σάρξ του Ἰθάκ.: Μόνο τόμου ξενέρωσε, εἴδαμε τὸ κίdυνό του, τὸ στραπάτσο, τὸ γούλισμα ποὺ τοῦ ἔκανε ἡ θάλασσα (ξενέρωσε = ἐξεβρὰσθη εἰς τὴν ἀκτὴν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA