βαρυκουφῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυκουφῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυκουφῶ Θήρ. Κύπρ. κ.ἀ. βαρυκωφίζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) βαρυκουφίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βαροκουφίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) βαροκουφίζ-ζω Σύμ. βαρουκ’φίζου Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρύκουφος.
Σημασιολογία
Δὲν ἀκούω καλά, εἶμαι βαρήκοος. Συνών. βαρεˬακούω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA