βαρυλάτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυλάτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρυλάτης ἐπίθ. Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἐλάτης.

Σημασιολογία

1) Ὁ δυσκόλως καὶ βραδέως κινούμενος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαρυκίνητος 1. 2) Ὀχληρός, φορτικός. 3) Ὁ νωθρὸς τὴν διάνοιαν καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἀντιληφθῇ εὐκόλως. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαρυκέφαλος Β 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/