γουλολαίμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλολαίμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουλολαίμι τό, ἀμάρτ. γουλαίμι Κρήτ. (Μεραμβ. Νεάπ. Πρίν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γουλόλαιμος, τὸ ὁπ. βλ. Ὁ τύπ. γουλαίμι καθ᾽ ἁπλολ.
Σημασιολογία
1) Ὁ λαιμός, ὁ οἰσοφάγος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἁλάκερο μουσκάρι κατεβάζει αὐτεινοῦ τὸ γουλαίμι dου Κρήτ. (Νεάπ.) Αὐτὸς εἶναι φαγᾶς καὶ τὸ γουλαίμι dου δὲ στένεται ὅλη μέρα, μόνο ὅλο τρώει Κρήτ. (Πρίν.) Κατεβάζει τὸ γουλαίμι σου (= καταβροχθίζει ὁ λαιμός σου, εἶσαι λαίμαργος) Κρήτ. Νὰ πάρῃ ὁ διάλος τὸ γουλαίμι του ποὺ μ᾽ ἔκλεψε τὴν ὄρνιθα αὐτόθ. || Φρ. Διˬάλε τὸ γουλαίμι σου! (= νὰ πάρῃ ὁ διάβολος τὸν λαιμόν σου, νὰ σὲ πάρῃ ὁ διάβολος) αὐτόθ. Συνών. εἰς λ. γούλα 2. 2) Ὁ στόμαχος, ἡ κοιλία ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔχει ἕνα γουλαίμι, ἀποὺ ὅλη dὴν ἡμέρα νὰ τρώῃ, δὲ χορταίνει Κρήτ. Εἶdα θέλει τὸ γουλαίμι σου νὰ χορτάσῃ; αὐτόθ. Πρᾶμα δὲ dὸ χαλᾶ τὸ γουλαίμι σου (= τίποτε δὲν τὸ χαλᾷ, δὲν τὸ πειράζει τὸ στομάχι σου) αὐτόθ. Συνών. εἰς λ. γούλα 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA