βαρυνούσης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυνούσης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρυνούσης ἐπίθ. Κρήτ Κύθηρ. βαρεˬονούσης Ζάκ. βαρονούσης Ζάκ. Θήρ. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θηλ. ἐπιθ. βαρυνοῦσα. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 197.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων ἀμβλὺν τὸν νοῦν, ὁ δυσκόλως ἀντιλαμβανόμενος ἔνθ’ ἀν.: Βαρονούσης εἶναι καὶ πρέπει νὰ τοῦ τὸ πῇς πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ τὸ μάθῃ Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαρυκέφαλος Β 1. 2) Ὁκνηρός, ρᾴθυμος Ζάκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. *βαρε͜ιεμῆς, ἔτι δὲ βαρύκολος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/