ἀσπροκιτρινίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροκιτρινίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπροκιτρινίζω πολλαχ. ἀσπρουκιτρινίζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσπροκίτρινος.

Σημασιολογία

Καθιστῶ λευκὸν καὶ κίτρινον, ὠχρόλευκον ἔνδ᾿ ἀν.: Ὁ ἥλιˬος ἀσπροκιτρίνισε τὸ ροῦχο πολλαχ. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι λευκὸς καὶ κίτρινος, ὠχρόλευκος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀσπροκιτρίνισε ἀπὸ τὸ φόβο της πολλαχ. Ἀσπροκιτρίνιζαν ἀπὸ τὴν ἀναλαμπὴ ποῦ ἔβγανε τὸ χρυσάφι ΙΠολυλ. Διηγ. 36.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/