βαρυξετάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυξετάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυξετάζω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. βαρυξιτάζου Μακεδ. βαρεˬοξετάζω Θρᾴκ. βαρεουξιτάζου Θεσσ. βαρουξιτάζου Μακεδ. (Βέρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. ξετάζω.
Σημασιολογία
᾿Εξετάζω μετ᾿ ἐνδιαφέροννος σοβαροῦ ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Ὅλο τὸ σαραντάημερο κόρη δαχτάνι πλέκει κιˬ ὁ ἄντρας της τὴν ἐρωτᾷ καὶ τὴ βαρυξετάζει Σωζόπ. Κὶ τοὺνι βαρυξέταζαν κὶ τοὺν βαρυξιτάζουν, πές μας ᾿πουποῦ εἶν᾿ ἡ μάννα σου, ᾽πουποῦ εἶν᾽ οὑ μπαμπᾶς σου; Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA