βαρυξομπλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυξομπλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυξομπλιˬάζω Ἤπ. Μετοχ. βαρυξομπλιˬασμένος πολλαχ. βαρυξουμπλιˬασμένους Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. βαρεˬουξουμπλιˬασμένους Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. ξομπλιˬάζω.
Σημασιολογία
Κοσμῶ μὲ πολύτιμον κέντημα ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Δὲν κλαί’ ὁ μαῦρος τὰ φλουριˬά, δὲν κλαίω καὶ τὸ μόσκο, μόν’ κλαίω τὸ μαντήλι μου τὸ βαρυξομπλιˬασμένο, ὁποὺ τὸ βαρυξόμπλιˬαζαν τρί’ ἀπάρθενα κοράσιˬα, τό ᾽να κεντάει τὸν ἀεˬτὸ καὶ τ᾿ ἄ’λλο τὸν πετρίτη, τὁ τρίτο τὸ καλύτερο γράφει μου τ’ ὄνομά μου Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA