βαρυπατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυπατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρυπατῶ Θρᾴκ. Πελοπν. (Αἴγ. Μάν.) κ.ἀ. –ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 30 βαρεˬοπατῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βαρεˬουπατῶ Μακεδ. βαροπατῶ Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κρήτ. Κὥς. Μεγίστ. Στερελλ (Ἀγρίν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. πατῶ.

Σημασιολογία

1) Πατῶ βαρέως, ἔχω βαρὺ βῆμα ἔνθ’ ἀν.: Βαρεˬοπατεῖ καὶ γιˬ᾿ αὐτὸ στραβώνει τὸ dακκούνι του Ἀπύρανθ. Τὰ βόιδα ἀνταρεύουν καὶ παρατρέχουν καὶ βαρυπατοῦν ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Βαροπατῶ τὰ πόδιˬα μου Μεγίστ. Βαροπατῶ τὴ γῆ Κρήτ. 2) Μέσ. συμπιέζομαι Στερελλ. (Ἀγρίν.): Βαροπατε͜ιέται ὁ καπνὸς (ὅταν ἕνεκα τῆς πολλῆς ὑγρασίας συμπιέζωνται καὶ συγκολλῶνται τὰ φύλλα τοῦ καπνοῦ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/