βαρυπικραίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυπικραίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυπικραίνω Λεξ. Δημητρ. Μετοχ. βαρεˬοπικραμμένος Θήρ. Κέρκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. πικραίνω.
Σημασιολογία
Προξενῶ εἴς τινα βαρεῖαν λύπην Λεξ. Δημητρ.: Τὸν βαρυπίκρανε ὁ χαμὸς τοῦ γιˬοῦ του. Βαρυπικράθηκε ἀπὸ τὴν ἀποτυχία του. Μετοχ.=περιαλγής, περίλυπος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Γιˬὰ ἰδὲς τὰ βαρε͜ιορρίζικα, τὰ βαρεοπικραμένα, ὅπως φιλε͜ιῶνταν ζωντανά, φιλε͜ιῶντ’ ἀποθαμένα Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA