βαρυπλακώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυπλακώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρυπλακώνω Ἄνδρ. Κύθν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. πλακώνω.

Σημασιολογία

1) Ἐπιβαρύνω τινὰ μὲ πρόσθετον δαπάνην Ἄνδρ.: Δὲν τὰ βαρυπλακώνω ’γὼ τὰ παιδιˬά μου. 2) Γίνομαι ὀχληρὸς Κύθν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/