γοῦλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοῦλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γοῦλος ὁ, Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ζάκ. (Βασιλικ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Γαστούρ. Λευκίμμ. Σιναρᾶδ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Λευκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3, σ. 395 Κ. Θεοτόκ., Γεωργ. Βιργιλ., σ. 35 - Λεξ. Βάιγ. Π. Βλαστ. 481 γοῦλους Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἷν.) βοῦλος Ἰκαρ. Κρήτ. βοῦλες Σκῦρ., ᾽οῦλος Ἰκαρ. δοῦλος Ἄνδρ. Κρήτ. (Μεραμβ. κ.ἀ.) Τῆλ. λοῦλος Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Μεραμβ. κ.ἀ.) Μύκ. γοῦḍ-ḍο Ἀπουλ. (Στερνατ.) κοῦḍ-ḍο Ἀπουλ. (Κοριλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουλὶ (ΙΙ) Ὁ G. Rohlfs εἰς Lexicon Graecanicum Italiae inferioris ἐτυμολογεῖ τὸν τύπ. κοῦḍ-ḍο ἀπὸ τὸ ἀρχαῖον κόλος = κολοβός. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Μικρὸς λεῖος καὶ στρογγυλὸς λίθος Ἀντίπαξ. Ἀπουλ. (Κοριλ. Στερνατ.) Ἐρεικ. Ζάκ. (Βασιλικ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Γαστούρ. Λευκίμμ. Σιναρᾶδ.) Λευκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. - Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾽ ἀν. Κ. Θεοτόκ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν.: Θὰ πάρω ᾽να γοῦλο καὶ θὰ σοῦ σπάσω τὸ κεφάλι Ἀργυρᾶδ. Ἡ στράτα εἶναι γιˬομάτη γούλους, δὲ bορεῖ κανεὶς νὰ περάσῃ αὐτόθ. Κάπο͜ιος τὴ νύχτα ἔρριχνε γούλους ᾽ς τὰ κεραμίδιˬα αὐτόθ. Μὴ bετᾷς γούλους καὶ βαρέσῃς κανένα ἄνθρωπο Λευκίμμ. Τοῦ πέταξε ἕνα γοῦλο ᾽ς τὸ κεφάλι αὐτόθ. Ἔχει τὴν ᾶφοδιˬά του στρωμένη ὅλο γούλους καὶ εἶναι ἕνα ὡραῖο πρᾶμα (ἀφοδιὰ = αὐλὴ) Παξ. Κοῦḍ-ḍο μαρμαρέ-ο Κοριλ. Κοῦḍ-ḍο κάρπαρο (= πέτρα σκληρή) αὐτόθ. Νά ᾽ν᾽ gοῦḍ-ḍο παχὺ (= μιὰ πέτρα μεγάλη) Στερνατ. || Ποίημ. ... καὶ βρεθῆκαν καμπόσοι ποὺ ἀπὸ ᾽πάνουθε τὰ πλάκωσαν μὲ γούλους κι ἄλλοι μὲ βάρος κουρουπιˬοῦ πολὺ τρανοῦ Κ. Θεοτόκ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ εἰς Βλαχ. 2) Ὁ εἷς τῶν ὄρχεων Κέρκ. 3) Ὁ ἐπὶ τοῦ σώματος ἐξωτερικῶς παρουσιαζόμενος ὄγκος Κεφαλλ.: Ἔβγαλε ἕνα γοῦλο ᾽ς τὸ χέρι. 4) Τὸ παρὰ τὴν κλείδωσιν στρογγύλον μέρος τοῦ μῆριαίου ὀστοῦ Κέρκ. 5) Ἐπιγλωττὶς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 6) Ὁ κάλος, τύλος Ἰκαρ. Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Μεραμβ. κ.ἀ.) Μύκ. Τῆλ. - Λεξ. Βάιγ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Βλάχ. 7) Μικρὸν ἐπὶ τοῦ δέρματος τῶν χειρῶν ἕκφυμα, ἡ ἀκροχορδὼν Ἄνδρ. Ἰκαρ. Κεφαλλ. Κρἡτ. (Μεραμβ. κ.ἀ.) Λευκ. Μύκ. Σκῦρ.: Καίουνε τσ᾽ ρίζες ἀπὸ τσὶ σκορδαλοὶ ταὶ τσ᾽ κάν᾽νε ἄθος. Παίρνεις τσεῖνο τὸ ἄθος ταὶ τὸ βά᾽ς πά ᾽ς τσὶ βοῦλοι ταὶ μαρατσιˬάζονται, περνοῦνε, πέτ᾽νε Σκῦρ. Δὲ μετροῦν τ᾽ ἄστρα, γιατὶ βγάζουν δούλους Ἄνδρ. Ὅπως χάθηκε τὸ φεgάρι, νὰ χαθοῦν κ᾽ οἱ δοῦλοι μου (ἐξ ἐπῳδ.) αὐτόθ. Ἔ, ψαροκαβαλλάρη, | οἱ δοῦλοι μου ᾽ς τὸν κόλο σου | κ᾽ ἕνα χοdρὸ δαυλάρι (ψαροκαβαλλάρης = ὁ ἱππεύων τεφρόχρουν ἵππον· ἐξ ἐπῳδ.) Μεραμβ. Συνών. βαρβαρίτσα, γαρδαβίτσα, καρναβίτσα, κότσα, κούρτσικας, μερμηγκιˬά, μαντραβίτσα, μπαρδαβίτσα, παστραβίτσα, σκάθαρος. 8) Ἡ οὐλὴ ἐπὶ τοῦ σώματος, ἡ προκαλουμένη κυρίως ἐξ ἐξανθημάτων τῆς νόσου εὑλογιᾶς ἢ ἐκ τῆς θεραπείας ἂλλων ἐξανθημάτων ἢ πληγῶν Κύθηρ.: Ἔχει γούλους ᾽ς τὴ μούρη. Συνών. βλογιˬὰ 9β, βλογιˬοκομμάδα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γοῦλος Κεφαλλ. Κρήτ. Μῆλ. Μύκ. καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Λοῦλος Κρήτ. Μῆλ. Μύκ. καὶ ὡς ἐπών. ὁμοίως ὑπὸ τὸν τύπ. Γοῦλος Ἀθῆν. Μακεδ. (Νιγρίτ.) Πελοπν. (Καλάμ. Πάτρ.) Στερελλ. (Μαρκόπ.) καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Λοῦλος Πελοπν. (Δημητσάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA