ἀσπροκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπροκοπῶ πολλαχ. ἀσπροκοπάω Κέρκ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. – κοπῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22(1910) 245 κἑξ.

Σημασιολογία

Λάμπω, ἀκτινοβολῶ ἐκ τῆς λευκότητος πολλαχ. Ἀσπροκοποῦν τὰ χιˬονισμένα βουνά. Ἀσπροκοποῦν τὰ σπίτιˬα (ἐπὶ τῶν δι᾿ ἀσβέστου χρισμένων) πολλαχ. Τὰ ροῦχα του ἀσπροκοποῦσαν ἀπάνω του (ἐκ παραμυθ.) Ἀστυπάλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/