βαρυπουλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυπουλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρυπουλῶ Πελοπν. (Λάστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. πουλῶ.

Σημασιολογία

Πουλῶ εἰς τιμὴν ὑπερβολικήν: ᾎσμ. Μιᾶς χήρας μιˬᾶς κακόχηρας μὲ τρί᾽ ἀρφανοκαηˬμένα ἐκείνη ἐβαρυχρέησα, βαρεˬὰ χρέη τῆς πῆρα, βαρυπουλάει τ᾿ ἀμπέλι της καὶ κλαίει καὶ τραυε͜ιέται.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/