βαρυπρόσωπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυπρόσωπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρυπρόσωπος ἐπίθ. ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 24 –Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. πρόσωπο.

Σημασιολογία

1) Ὁ βαρύς, ὁ αὐστηρὸς εἰς τὴν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου ἔνθ’ ἀν.: Βαρυπρόσωποι εἶναι ᾽ς τὴν ἀρχή, ὅμως μὲ τὸ κρασὶ τὸ γέλιˬο χάραξε ᾿ς τὸ πρόσωπό τους ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. φρ. Τό ’χουν οἱ δεσποτᾶδες νά ’ναι βαρυπρόσωποι (ἐπὶ τῶν προσποιουμένων σοβαρότητα ἤ ἀρχοντικὸν ἦθος) Λεξ. Δημητρ. 2) Κατηφής, σκυθρωπὸς Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/