γουλοφάγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλοφάγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γουλοφάγος ὁ, (Ι) Πελοπν. (Μάν.) γουλοφάος Ἐρεικ. Ὀθων. Πελοπν. (Μάν.) γουλοφάης Ζάκ. Κέρκ. γ᾽λοφάης Λευκ. γουλοφὰς Ἄνδρ. Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Μεραμβ. κ.ἀ.) Μῆλ. γ᾽λοφὰς Κύθν. ἀγουλοφάγος Πελοπν. (Μάν.) σγουλοφάος Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γοῦλος τό, καὶ τοῦ -φάγος, τὸ ὅπ. ἐκ τοῦ ἀορ. ἔφαγα τοῦ ρ. τρώγω. Βλ. Γ. Χατζιδ., Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 7 (1910/11) 46.

Σημασιολογία

1) Ἡ νόσος οὐλῖτις Ἄνδρ. Ἐρεικ. Κέρκ. Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Μεραμβ. κ.ἀ.) Κύθν. Λευκ. Μῆλ. Ὀθων. Πελοπν. (Μάν.): Γουλοφὰ ἔχει τὸ κακορρίζικο κ᾽ ἐποφαγώθηκε τὸ γοῦλος του Μεραμβ. Τὰ δόdιˬα σ᾽ πονοῦνε, θὰ νά᾽ χῃς γ᾽λοφάη Λευκ. Συνών. γοῦλος (τὸ) 2, γουλοφάγουσα, νουσλᾶς. β) Ἡ ἀκαθαρσία τῶν ὀδόντων, ἡ καταστρέφουσα τὰ οὖλα Πελοπν. (Λάκων.) 2) Ἡ νόσος σκορβοῦτον, δηλ. ἡ διαταραχὴ τῆς θρέψεως ἐκδηλουμένη δι᾽ αἱμορραγικῆς ἑλκωτικῆς παθήσεως τῶν οὔλων Ζάκ. Πελοπν. (Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/