βαρυστέναγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυστέναγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαρυστέναγμα τό, ΦΠανᾶ Λυρικ. 306 βαρυστέναγμαν Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βαρυστενάζω.

Σημασιολογία

Βαθὺς ἀναστεναγμὸς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Καὶ μὲ τὸ βαρυστέναγμα φόβο καὶ λύπη σπείρει, σὰν βλέπῃ τὀ κορμάκι της ’ς τὸ χῶμα νὰ σαπίζῃ ΦΠανᾶς ἔνθ’ ἀν. Συνών. βαρεˬαναστέναγμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/