βαρυστέναχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυστέναχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρυστέναχτος ἐπίθ. ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 6 –Λεξ. Δημητρ. βαρεˬαστέναγος ΚΧρηστομ. Κερέν. κούκλ. 73.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βαρυστενάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ βαρέων στεναγμῶν πρόξενος Λεξ. Δημητρ.: Βαρυστέναχτη ἀρρώστια. 2) Ὁ βαθέως στενάζων ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. ΚΧρηστομ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τὸ κῦμα πλένει τὸ κορμί, τὰ δάκρυˬα τὴν καρδιˬά της, ἡ βαρυστέναχτη ψυχὴ θὰ λάβῃ τὴ γιατρε͜ιά της ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA