γουναρᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουναρᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουναρᾶς ὁ, κοιν. γ᾽ναρᾶς κοιν. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αρᾶς. Ὁ τύπ. καὶ παρὰ É. Legrand, Bibl. Hell. XVIII, 2, σ. 264 «πῆγαν καὶ οἱ γουναρᾶδες | μὲ κηρούς καὶ μὲ λαμπάδες» (τοῦ ἔτους 1687).
Σημασιολογία
Ὁ κατασκευάζων ἢ ὁ πωλῶν γούνας κοιν.: Ὁ πατέρας της ἦταν γουναρᾶς κοιν. || Γνωμ. Γουναρᾶδες βρωμεροὶ καὶ ᾽ς τὴ τζέπη ὅλο φλουρὶ (τὸ ἐπάγγελμα τῶν γουναράδων, ἂν καὶ εἶναι εὐτελὲς καὶ ἀηδὲς λόγῳ τῆς δυσοσμίας τοῦ ἐμπορεύματος, εἶναι ὅμως ἐπικερδὲς) Ἤπ. Συνών. γούναρης, γουναριτζῆς, γουνᾶς, γουνατζῆς. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Θάσ. Θεσσ. (Ἐλασσ. Λάρ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Καβάλλ. Κοζ. Πτολεμ. Φλόρ.) Στερελλ. (Μαρκόπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA