βαρύσωμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρύσωμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρύσωμος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν ἐπίθ. βαρύσωμος.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων σῶμα βαρύ. Συνών. βαρύψυχος 2, παχύς, χοντρός, ἀντίθ. ἀγγελικᾶτος 2, ἀδύναμος 2, ἀλαφρόψυχος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA