βαρυτιμῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυτιμῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρυτιμῶ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Μετοχ. βαρουτιμημένους Θάσ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. βαρυτιμῶ. Πβ. Σουΐδ «τιμιουλκῶν. ἕλκων τὴν τιμὴν τοὐτέστι βαρυτιμῶν».

Σημασιολογία

Ὁρίζω τίμημα μέγα : ᾎσμ. Κιˬ ἂν δὲν μὶ φτάσουν οὐδ᾿ αὐτά, δίνου κί τὰ φλουριά μου, δίνου τοὺ bαρbαρέζικου τοὺ βαρυτιμημένου, ἀποὺ τοὺ βαρυτίμησαν ᾿ς τὴν Πόλ’ οἱ γιρουντᾶδις. Μετοχ. = ὁ ἔχων μεγάλην ἀξίαν, πολύτιμος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Πουλῶ τοὺ κουbουλόι μου τοὺ βαρουτιμημένου, ἁποὺ μοῦ τὸ τιμήσανι ἰννεˬὰ χιλιˬάδις ἄσπρα. Θάσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/