ἁπαλὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπαλὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἁπαλὰ ἐπίρρ. κοιν. ἅπαλα Θρᾴκ. (Καλαμ. Σαρεκκλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁπαλός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Μετὰ προσοχῆς, ἠρέμα, ἡσύχως, ἐπαναλαμβανόμενον συνήθως πρὸς ἐπίτασιν τῆς σημασίας : Ἁπαλὰ ἁπαλὰ κράτα τὸ παιδὶ κοιν. Ἄσ᾽ τα ἁπαλὰ ἁπαλὰ κάτω Χίος Πιˬάσε το ἅπαλα ἅπαλα νὰ μὴ σπάσ’ Σαρεκκλ. Νὰ πατᾷς ἅπαλα ἅπαλα σὰ γάττα Αἰτωλ. Τ᾿ βρουχὴ τ’ ρίχ’ ἅπαλα αὐτόθ. || Ποίημ. Θενὰ σοῦ κλείσῃ ἁπαλὰ μὲ τ’ ἄσπρα χέριˬα της τὰ δυˬὸ τὰ μάτιˬα ποῦ κουράστηκαν τοὺς δρόμους νὰ κοιτᾶνε ΚΟὐράν. ἐν ᾿Ανθολ. Η Ἀποστολίδ. 288. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπαγάληˬα. 2) Οὐχὶ σφιχτά, χαλαρῶς πολλαχ : Φασκιˬώνω τὸ παιδὶ ἁπαλὰ πολλαχ. Συνών. ἀναδωπά, ἀναλυτά, χαλαρά, ἀντίθ. σφιχτά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/