ἁπαλάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπαλάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁπαλάδα ἡ, Ἤπ. (Δρόβιαν.) Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπαλὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).
Σημασιολογία
1) Μαλακότης, ἁπαλότης Κρήτ.: Φρ. Τὸ κατάλαβα ἢ τό ᾿νο͜ιωσα ἀπὸ τὴν ἁπαλάδα τσῆ χέρας μου. 2) Καιρὸς ἤπιος, χωρὶς ψῦχος Δρόβιαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA