βαρυφορτώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυφορτώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρυφορτῶνω πολλαχ. βαρ’φουρτώνου Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. βαρεˬοφορτώνω ἐνιαχ. βαρεˬουφουρτώνου Θεσσ. βαροφορτώνω Κρήτ. Μετοχ. βαρυφορτωμένος σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. βαρυφορτώνω, παρ’ ὃ καὶ βαρεοφορτώνω. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 739 (ἔκδ. GWagner σ. 167) «νὰ σᾶς βαρυφορτώνουσι, νὰ σᾶς ραβδοκοποῦσιν» καὶ στ. 635 «διὰ τ᾿ ἀπανωγόμια ποῦ βάνουν εἰς τὴν μέσην καὶ βαρεοφορτώνουν σας ἕως νὰ ἀναπνῆτε».

Σημασιολογία

1) Ἐπιβάλλω, ἐπιθέτω βαρὺ φορτίον ἔνθ᾽ ἀν.: Βαρυφόρτωσε τὸ ζῷο κιˬ ἀπόστασε ’ς τὸ δρόμο. Βαρυφορτώνεται μὲ ψώνιˬα πολλὰ καὶ κουράζεται. Βαρυφορτωμένο ἄλογο - μουλάρι κττ. πολλαχ. Βουνὰ βαροφορτωμένα (τὰ σκεπασμένα ἀπὸ βαρὺ στρῶμα χιόνος) Κρήτ. || Παροιμ. Βαρυφορτωμένο σπίτι σὰν τοῦ Γύφτου τὴν καλύβα (εἰρων. ἐπὶ οἰκίας στερουμένης καὶ τῶν ἀναγκαίων σκευῶν καὶ ἐπίπλων) Ἰόνιοι Νῆσ. || ᾎσμ. Ἄιτε, βρ’ Ἀπρίλι δροσερὲ καὶ Μάι μὲ λουλούδιˬα, ὅλο τὸν κόσμο γέμισες λουλούδιˬα καὶ καλούδιˬα κ’ ἐμὲ μὲ βαρυφόρτωσες τὴν ὄμορφη γυναῖκα Πελοπν. 2) Μεταφ. ἐπιβαρύνω Λεξ. Δημητρ.: Βαρυφορτώνουν τὸ λαὸ μὲ φόρους. Βαρυφορτώνονται τὰ παιδάκιˬα μ’ ἀποστήθισες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/